- αρατικος
- ἀρατικόςἀρᾱτικός3касающийся молитв или заклятий Diog.L., Sext.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
αρατικός — ἀρατικός, ή, όν (Α) [αρατός] ο σχετικός με ευχή ή με κατάρα … Dictionary of Greek
ἀρατικά — ἀρατικός of neut nom/voc/acc pl ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc/acc dual ἀρατικά̱ , ἀρατικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικόν — ἀρατικός of masc acc sg ἀρατικός of neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀρατικῶς — ἀρατικός of adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)